ειλητό

ειλητό
ειλητό το
антиминс, см. αντιμήνσιο

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ειλητό" в других словарях:

  • ειλητό — το τετράγωνο ύφασμα που απλώνεται στην άγια Τράπεζα κάτω από τα τίμια δώρα την ώρα της θείας ευχαριστίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντιμήνσιο — Είδος φορητού θυσιαστηρίου, υποκατάστατου της Αγίας Τράπεζας, σε περιπτώσεις που η χρήση της δεν είναι δυνατή, π.χ. σε ιεροτελεστίες στην ύπαιθρο, σε στρατόπεδα κλπ. (αντί + λατ. mensa= τράπεζα). Το α., του οποίου η χρήση ανάγεται στον 8o αι.,… …   Dictionary of Greek

  • θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …   Dictionary of Greek

  • θυσιαστήριο — Η τράπεζα ή ο βωμός (βλ. λ.) για την τέλεση της θυσίας στην αρχαία λατρεία. Στη χριστιανική λατρεία, θ. ονομάζεται η Αγία Τράπεζα στη μέση του Άγιου Βήματος, όπου τελείται η αναίμακτη θυσία. Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια τα θ. ήταν κατασκευασμένα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»